λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπτόγαιος — και λεπτόγειος, ο και λεπτόγεως, ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, ον και λεπτόγεως, ων) αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος… … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
λεπτοδάκτυλος — η, ο (Μ λεπτοδάκτυλος, ον) αυτός που έχει λεπτά, αβρά δάκτυλα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο λεπτοδάκτυλος α) αυτός που παρουσιάζει λεπτοδακτυλία β) ζωολ. γένος άνουρων αμφιβίων τής οικογένειας leptodactylidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + δάκτυλος (πρβλ … Dictionary of Greek
λεπτοφαής — ή λεπτοφανής, ές (Α) αυτός που λάμπει αμυδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φαής (< φάος), πρβλ. κεραυνο φαής, νυκτι φαής. Ο τ. λεπτοφανής < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φανής (< φαίνω), πρβλ. κατα φανής, νυκτι φανής] … Dictionary of Greek
κνιδιουργής — κνιδιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος στην Κνίδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κνίδος + ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν ουργής, λεπτ ουργής] … Dictionary of Greek
κοντακιανός — ή, ό κάπως κοντός, κοντούτσικος, μικρού αναστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) «βραχύς» κατά τα μτγν. επίθ. λεπτ ακ ινός, μαλθ ακ ινός, και με επίδραση τών επιθέτων σε ανός] … Dictionary of Greek
λέπτουρος — (Lepturus). Γένος εντόμων της οικογένειας των κεραμβυκιδών. Είναι μακρόκερο, κολεόπτερο έντομο με μεγάλη ποικιλία ζωηρών χρωμάτων. Ζει στα άνθη των σκιαδιανθών και οι προνύμφες του μεγαλώνουν μέσα σε ξερά φύλλα. Η προνύμφη του κόκκινου λ. ανοίγει … Dictionary of Greek
λεπταίσθητος — η, ο 1. αυτός που έχει λεπτά αισθήματα 2. αυτός που έχει οξεία αίσθηση τού καλού γούστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + αισθητός (< αισθάνομαι). Η λ. μαρττυρείται από το 1886 στο περ. Εστία] … Dictionary of Greek
λεπταμικτόριον — λεπταμικτόριον, τὸ (Α) λεπτό γιλέκο, λεπτό αμπέχονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + αμικτόριον (< λατ. amictorium «αμπέχονο»)] … Dictionary of Greek